- μισάδι
- το (Μ μισάδι και μεσάδιον και μεσάδιν)κοντός γυναικείος μανδύας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσάδι(ο)ν < ουσ. μεσάλι(ν) «τραπεζομάντιλο» < μενσάλιον (< λατ. mensalium < mensa «τραπέζι», ενώ ο τ. μισάδι με παρετυμολογική επίδραση τού επιθ. μισός].
Dictionary of Greek. 2013.